- κανών
- Μορφή μουσικής σύνθεσης. Είναι πολυφωνική και ενόργανη, ενώ κατά την εκτέλεσή της οι φωνές και τα όργανα (δύο ή περισσότερα) αρχίζουν και τελειώνουν το ένα μετά το άλλο την ίδια μελωδία. Η μελωδία επαναλαμβάνεται είτε με τις ίδιες νότες (οπότε έχουμε κ. σε ταυτοφωνία ή σε οκτάβα) είτε με διαφορετικές νότες, που όμως διατηρούν το ίδιο μελωδικό σχήμα. Ανάλογα με τον αριθμό των φωνών που συμμετέχουν στην επανάληψη της μελωδίας, ο κ. μπορεί να είναι δίφωνος, τρίφωνος κλπ. Το πιο παλιό υπόδειγμα τέτοιας μορφής σύνθεσης είναι ο βουκολικός και λαϊκός Καλοκαιρινός κανόνας του Άγγλου Σάιμον Φόρνσιτ, που γράφτηκε το 1285 για έξι φωνές.
Ο κ. έχει κάποια ομοιότητα με την κάτσια και τη φούγκα· ο Παλεστρίνα χρησιμοποίησε τον τελευταίο όρο και με την έννοια του κ. Η μορφή αυτή –υποχρεωτική στις σπουδές της αρμονίας και της αντίστιξης– χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα σε όλες τις μουσικές συνθέσεις.
Στην έντεχνη μουσική, διάσημοι κ. κάθε είδους υπάρχουν στην Τέχνη της Φούγκας του Μπαχ, στην όπερα Φιντέλιο του Μπετόβεν, στο τελευταίο μέρος της Σονάτας του Σεζάρ Φρανκ για βιολί και πιάνο, στην εισαγωγή Ρωμαϊκό Καρναβάλι του Μπερλιόζ κ.α.
* * *κανών, -όνος, ὁ (AM)βλ. κανόνας.
Dictionary of Greek. 2013.